Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
spot_img

Ένα κουβάρι μάνες…

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

 

Όταν είδα αυτή την εικόνα στην τηλεόραση νόμισα ότι, για λίγα λεπτά, ένας παγωμένος αγέρας τρύπησε την οθόνη και κατέληξε επάνω μου επιθετικός και οργισμένος, λες και έφταιγα εγώ γι’αυτά που έβλεπα μπροστά μου.

Στην αυλή του Δικαστηρίου αρκετός κόσμος, συγκεντρωμένος σε πηγαδάκια με πλακάτ διαμαρτυρίας στα χέρια, κομμάτιαζε με δυνατές φωνές την πένθιμη σιωπή του χώρου.

Σε μια άκρη, ένα κουβάρι μαυροφορεμένες μάνες, 3-4 στον αριθμό, αγκαλιασμένες σφιχτά, χαμένες θαρρείς σ’ έναν άλλον δικό τους άγνωστο κόσμο, θρηνούσαν τα παιδιά τους σιωπηλά, ανταλλάζοντας η κάθε μία τον πόνο της με τον πόνο της άλλης. Και μόλις λύγιζε η μία και γονάτιζε, οι άλλες τη συγκρατούσαν όρθια και την έσφιγγαν τόσο δυνατά, που ενώ η ψυχή της χανόταν αργά-αργά, εκείνη παρέμενε καρφωμένη στα πόδια της, ίδια με εκείνο το σκιάχτρο στο χωράφι που δεν βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα, και δεν μπορεί κανείς να του δώσει κάτι που θα αλλάξει τη θλιβερή παρουσία του.

Οι φωτογραφίες που φτερουγίζουν από χέρι σε χέρι τριγύρω είναι πολλές και πολύχρωμες. Όλες δείχνουν όμορφες κοπέλες, νέες, χαρούμενες, γελαστές, που χαίρονταν τη ζωή. Άλλες σπούδαζαν, άλλες είχαν τελειώσει τις σπουδές τους, άλλες είχαν ήδη οικογένεια, παιδιά, συγγενείς και φίλους, που τις καμάρωναν. Και ξαφνικά σαν οργισμένη καταιγίδα, που δεν μπορεί κανείς να την προβλέψει για να την προλάβει, βρέθηκαν να είναι ο στόχος χεριών οπλισμένων με τον θάνατο. Γιατί να ψάξουμε να βρούμε λόγους, αιτίες, αφορμές, και γεγονότα που προηγήθηκαν; Τι έφταιξε; Μήπως ένας άγριος και οργίλος ανθρώπινος χαρακτήρας που ήταν ίδιος με πεινασμένο θηρίο; Μήπως έφταιξε το ποτό ή οι ουσίες; Μήπως έφταιξε η αχαλίνωτη ζήλεια, ή μήπως μια ταραγμένη παιδική ηλικία φορτωμένη με βιώματα εκδίκησης που χρόνια λούφαζε στο βάθος της ψυχής του; Κανείς δεν μπορεί να δώσει μια πειστική απάντηση.

Μου φαίνεται ότι η δραματική εικόνα στην τηλεόραση, έχει παγώσει σ’αυτό το θέμα. Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν, περνούν, αγκαλιάζουν, παρηγορούν, και δακρύζουν δίπλα στο θλιβερό κουβάρι των μανάδων. Και ενώ η λογική φωνάζει, ότι δυστυχώς η ζωή μας δείχνει συχνά και τέτοια πρόσωπα ποτισμένα με φαρμάκι και μίσος, η καρδιά της μάνας φυλλορροεί κάθε στιγμή και κάθε ώρα, και χωρίς να ακούγεται η φωνή της, αναρωτιέται πικρά: «Γιατί, Θεέ μου, να συμβεί αυτό στο παιδί μου, και όχι σ’εμένα;

Γιατί; Τι αξία έχουν τα χρόνια που θα ακολουθήσουν; Η πληγή θα είναι πάντα ανοιχτή στο στήθος μου και το αίμα της που θα στάζει θα είναι φαρμάκι, που θα το γεύομαι όσο ζήσω. Αλλά και γιατί να ζήσω;

Είναι φανερό ότι συχνά η μάνα χάνεται σ’ έναν δικό της απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, και ασυναίσθητα φαίνεται ένα ραγισμένο χαμόγελο να περνά βιαστικά από το πρόσωπό της: «Όταν γεννήθηκε ήταν λίγα κιλά, πολύ μικρό και αδύναμο. Όλο έκλαιγε, κι εγώ δεν το άφηνα από την αγκαλιά μου, γιατί φοβόμουν μην πάθει κάτι κακό. Κάποιες φορές το έσφιγγα πολύ δυνατά… Νόμιζα ότι έτσι θα το προστάτευα καλύτερα. Το θήλαζα πολλές φορές ημέρα και νύχτα, παρά τις συμβουλές του γιατρού, γιατί ήμουν σίγουρη ότι έτσι θα δυναμώσει και θα μεγαλώσει πιο γρήγορα. Και τα κατάφερα… Μεγάλωσε και άνθισε!  Έγινε ένα πανέμορφο λουλούδι! Χαμογελαστό στον ήλιο και στη ζωή! Και τότε οι έγνοιες μου πολλαπλασιάστηκαν. Φόβος και αγωνία για κάθε ώρα που περνούσε. Στο Σχολείο, στις σπουδές του, στις παρέες του, στην επιτυχημένη καριέρα του. Κι εγώ εκεί, με προσευχή και υπομονή να το προσέχω και να το φροντίζω παντού, σε κάθε κίνησή του, χωρίς ν’ αφήνω την παρουσία μου να το βαραίνει και να το κουράζει. Και όλα ήταν καλά και ευλογημένα, μέχρι τη στιγμή που η φωτιά του κεραυνού, στόχεψε και έπεσε και στο δικό μας σπίτι, και τα έκαψε όλα. Τώρα όπου να στρέψω τα μάτια μου βλέπω στάχτες και αποκαΐδια που θα καίνε την υπόλοιπη ζωή μου, και ανάμεσα σ’ αυτά τα κάρβουνα, μια ματωμένη εικόνα του παιδιού μου… κομματιασμένη σε χίλια κομμάτια».

Το κουδούνι από την αίθουσα του Δικαστηρίου χτύπησε δυνατά. ‘Ολοι με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκαν μέσα στο κτίριο για να παρακολουθήσουν μία ακόμα δίκη παρόμοια με πολλές άλλες. Αμέτρητες είναι τον τελευταίο καιρό, οι εγκληματικές πράξεις εναντίον των γυναικών. Ξυλοδαρμοί, τραυματισμοί, εκβιασμοί, βιασμοί, εγκλήματα, φόνοι εκ προμελέτης, φόνοι εν βρασμώ ψυχής, και τόσες άλλες ακόμα περιπτώσεις που δεν έχουν τέλος, αριθμό και εξήγηση.

Και κάπου εκεί, σε μια γωνιά της αίθουσας του Δικαστηρίου, αόρατος, ένας σοφός της Αρχαιότητας (Ο Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος  3ος – 2ος αιών π.Χ ), μας θυμίζει ότι: «homo homini lupus», δηλαδή, «ο άνθρωπος  είναι για τον άνθρωπο λύκος».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ